Επιτέλους είναι η ζωή μου
2016-07-11 09:25Πρέπει να ήταν το 1982, που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα με τον παραπάνω τίτλο μια υπέροχη ταινία που πραγματευόταν το ζήτημα της ευθανασίας. Ήταν η πρώτη φορά που συνάντησα αυτό το πελώριο ηθικό, ιατρικό, νομικό και εντέλει πανανθρώπινο θέμα. Θυμάμαι ότι συναισθηματικά αλλά και διανοητικά με "χτύπησε" σαν τρένο σε αφύλακτη διάβαση. Στην ηλικία που ήμουν τότε ήταν αδιανόητο ακόμη και να προσεγγίσω τις συνθήκες εκείνες που θα αναγκάσουν ένα ανθρώπινο ον να ζητήσει τον τερματισμό της ζωής του. Κι όμως, μια και η ζωή είναι ο καλύτερος σεναριογράφος έκτοτε μου δόθηκε κάποιες φορές η θλιβερή ευκαιρία να προβληματιστώ πάνω σε αυτό το θέμα. Είμαι βέβαιος ότι το ίδιο έχει συμβεί και σ' εσάς. Υπήρξαν κι άλλες πολύ καλές ταινίες που ασχολήθηκαν με το ίδιο θέμα, για την ιστορία αναφέρω άλλες δύο που έχω δει και με συγκίνησαν στον υπερθετικό βαθμό. Η μία είναι η Επέλαση των βαρβάρων του Ντενίζ Αρκάν και η άλλη Η θάλασσα μέσα μου του Αλεχάνδρο Αμενάμπαρ. Όποιος θέλει να βγει πλουσιότερος σε συναισθήματα και να προβληματιστει επώδυνα, αλλά και γενναιόδωρα, δεν έχει παρά να επιδιώξει να δει τις ταινίες, αν δεν το έχει ήδη κάνει.
Είναι παράξενο που ο δυτικός τουλάχιστον πολιτισμός, κατεξοχήν ανθρωποκεντρικός, δεν έχει καταφέρει να αντιμετωπίσει με κοινούς και συνεκτικούς όρους αυτή τη δύσκολη ανθρώπινη κατάσταση και έτσι αναφύονται διάφορες πρωτοβουλίες -πριν από αρκετά χρόνια (θυμάστε;) του δρα Κεβορκιάν-, που προσπαθούν με κάποιο τρόπο ν' απαντήσουν στο δύσκολο ερώτημα: Ο ίδιος ο ασθενής έχει ή όχι τον τελικό λόγο για τη συνέχιση της ύπαρξής του σε περίπτωση ανίατης ή επιδεινούμενης ασθένειας, για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία; Η απάντησή μου στο παραπάνω ερώτημα είναι καταφατική, πρέπει να δίνεται η δυνατότητα υπό συγκεκριμένες προυποθέσεις και όρους σε οποιονδήποτε να "δραπετεύει" από μια πραγματικότητα μη αναστρέψιμη, που εγκυμονεί μόνο πόνο και βάσανο στον ίδιο, εφόσον βεβαίως το επιθυμεί. Κατανοώ ότι θα υπάρξουν πολλές αντιρρήσεις, αλλά πρέπει να ξεκινήσει και σ' εμάς η σχετική συζήτηση. Δεν καταλαβαίνω γιατί σε χώρες, όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Δανία, η Σουηδία κ.ά. επιτρέπεται πλέον και στην Ελλάδα είναι ταμπού.
Αφορμή γι' αυτές τις σκέψεις μού έδωσαν δύο πολύ πρόσφατα γεγονότα. Το ένα είναι η έκδοση του βιβλίου του γνωστού δημοσιογράφου Αλέξανδρου Βέλιου, το οποίο πραγματεύεται ακριβώς το ερώτημα που έθεσα στην προηγούμενη παράγραφο, με αφορμή τη βαρύτατη ασθένειά του. Το δεύτερο γεγονός ήταν η ξαφνική ασθένεια (βαρύτατο εγκεφαλικό) μιας πολύ αγαπημένης φίλης. Η Ρίτα, η φίλη μου, παρά τη φαρμακευτική αγωγή στη ΜΕΘ και τη χειρουργική επέμβαση, δεν συνήλθε ποτέ και την αποχαιρετίσαμε με μεγάλη οδύνη πριν από περίπου δεκαπέντε ημέρες. Στη διάρκεια της σύντομης νοσηλείας της και έχοντας πληροφορηθεί από τους γιατρούς τις πιθανές επιπλοκές -αν βέβαια συνερχόταν- σε διάφορα συστήματα (όραση, ομιλία κινητικότητα κλπ.), μια σκέψη είχε κολλήσει στο μυαλό μου και δεν μπορούσα να την αποδιώξω: Να εύχομαι τον θάνατό της ή να επιθυμώ τη συνέχιση της ζωής της, σε όποια κατάσταση κι αν την άφηνε το εγκεφαλικό; Και αμέσως μετά η επόμενη ερώτηση: Τι θα ήθελε η ίδια, με την προυπόθεση ότι θα είχε συνείδηση της in limbo κατάστασης στην οποία θα βρισκόταν; Ομολογώ ότι δεν είχα κουράγιο να εξωτερικεύσω αυτές τις σκέψεις, στον καλό μου φίλο Άγγελο, τον άντρα της Ρίτας. Δεν ήθελα να τον επιβαρύνω περισσότερο και κατά κάποιο τρόπο να του μειώσω τις όποιες λιγοστές ελπίδες υπήρχαν για ένα θαύμα. Αυτά συνήθως λέγονται εκ των υστέρων. Έτσι κι εγώ, Άγγελε, θέλω να σου πω τώρα ότι και μόνο η σκέψη της Ρίτας σε κατάσταση φυτού θα μου ήταν αδιανόητη και συγχώρεσέ με γι' αυτή τη σκέψη. Θα ήταν ένας διαρκής θάνατος -εν ζωή- πρώτα για εκείνη και μετά για όλους όσοι την αγαπούσαν και εκτιμούσαν. Και θέλω να σε συγχαρώ άλλη μια φορά για την απόφασή σου να δωρίσεις τα όργανά της. Έτσι κάποιος θα μπορέσει να δει τον κόσμο μέσα από τα μάτια της και θα είναι ένας καλύτερος κόσμος, γιατί η ίδια ήταν ένας καλός, υπέροχος άνθρωπος.
«Εγώ κι ο θάνατός μου»
Μ’ αυτόν τον τίτλο κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Ροές το βιβλίο που υπογράφει ο Αλέξανδρος Βέλιος και θέτει ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα: Αν μπορεί ο θάνατος να είναι προσωπική επιλογή του καθένα μας, να αποφασίζουμε οι ίδιοι την κατάλληλη στιγμή και να έχουμε τη σωστή επαγγελματική βοήθεια, ώστε να μην υποχρεωθούμε να περάσουμε τις δυσκολίες της αυτοκτονίας μόνοι, αυτοσχεδιάζοντας και με κίνδυνο να αποτύχουμε.
Ο συγγραφέας ασχολείται με το θέμα του πόνου. Οταν η αρρώστια εξελίσσεται έτσι ώστε ο πόνος να γίνεται ανυπόφορος, να χρειάζονται όλο και περισσότερα φάρμακα, όλο και πιο ανίσχυρα απέναντί του, ενώ ταυτόχρονα ο ασθενής έχει τη διαύγεια για να αντιλαμβάνεται αυτό το τρομερό που τον περιμένει.
Ξέρει δηλαδή ότι ο πόνος θα συνεχίσει για όσον καιρό τα ζωτικά του όργανα συνεχίσουν να λειτουργούν, προδίδοντάς τον χαιρέκακα: είσαι λιώμα, υποφέρεις αδιάκοπα, αλλά η καρδιά εκεί, δεν παύει να χτυπάει ώστε να σου χαρίσει επιτέλους τον λυτρωτικό θάνατο, ο εγκέφαλος απτόητος, δίνει σωστά όσες εντολές χρειάζονται για να συνεχίσεις να αναπνέεις και να πονάς.
Μπορεί, όμως, και να μην πονάς. Μπορεί να έχεις χάσει τη δυνατότητα να νιώθεις οτιδήποτε, ακόμα και τον πόνο. Μπορεί να είσαι για χρόνια κατάκοιτος σε ένα κρεβάτι, να τρέφεσαι με σωληνάκια και με ορούς, να μην έχεις τον έλεγχο καμιάς από τις λειτουργίες σου, να μην αναγνωρίζεις κανέναν, ούτε σύντροφο ούτε παιδιά, ούτε καν το άτομο που σε φροντίζει καθημερινά.
Μπορεί να μην ξέρεις πια αν είναι μέρα ή νύχτα, αν κάνει κρύο ή ζέστη, αν οι άλλοι γύρω σου υπάρχουν ή όχι. Δεν χαίρεσαι, δεν λυπάσαι, δεν αναστατώνεσαι, δεν ελπίζεις, δεν υποφέρεις. Κι αυτή η ρημάδα η καρδιά σε κρατάει μετέωρο σε μια κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου, για έναν ατέλειωτο χρόνο απόλυτης απραξίας.
Ο γύρω κόσμος, οι αληθινά ζωντανοί φτιάχνουν και χαλάνε σχέσεις, κάνουν σχέδια, πηγαινοέρχονται φουριόζοι στις δουλειές τους. Κι εσύ είσαι μια από τις δουλειές τους.
Σε φροντίζουν, σε τρέφουν, σε καθαρίζουν. Συχνά πονάνε για σένα. Μερικές φορές σε ξεχνάνε για λίγο, γιατί η ζωή γύρω τους τρέχει με ταχύτητες που δεν φτάνουν μέχρι το δικό σου ακίνητο δωμάτιο. Συχνά σκέφτονται τον θάνατό σου.
Συνήθως τον απεύχονται. Νομίζουν ότι αν σ’ έχουν εκεί, σ’ ένα κρεβάτι, στο σπίτι ή στο νοσοκομείο, σε έχουν πραγματικά. Ομως δεν έχουν εσένα. Εχουν ένα κουφάρι που τυχαίνει να ζει και να αναπνέει ακόμα. Θέλει πολλή δύναμη για να ευχηθούν τον θάνατό σου κι ας ξέρουν πως στον άνθρωπο που υπήρξες κάποτε δεν αξίζει αυτή η επίφαση ζωής.
Πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για το τέλος; Αυτή είναι μια πραγματικά δύσκολη ερώτηση. Σε πολλές χώρες του κόσμου, συνηθίζεται οι ασθενείς στα τελικά στάδια να ορίζουν ότι δεν θέλουν μηχανική υποστήριξη για να συνεχίσουν να ζουν.
Με διαφορετικές σε κάθε τόπο διαδικασίες, υπογράφονται τα σχετικά έγγραφα, και στο κρεβάτι του αρρώστου μπαίνει μια σήμανση – για να τη λάβουν υπόψη τους γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, αλλά και οι οικείοι του, όταν ο ίδιος έχει βαρύνει τόσο ώστε να χρειάζεται μηχανική υποστήριξη για να επιζήσει. Σε μας εδώ δεν έχει τεθεί ποτέ τέτοιο θέμα. Το συνηθισμένο μότο γιατρών, ασθενών και συγγενών είναι ότι η ελπίδα πεθαίνει τελευταία.
Υπάρχουν πολλά ηθικά και νομικά ζητήματα που πρέπει να εξεταστούν όταν τίθεται το ερώτημα της ευθανασίας. Με το τολμηρό του βιβλίο, ο Αλέξανδρος Βέλιος κάνει μια αρχή. Χωρίς υποκρισία και χωρίς στείρους συναισθηματισμούς, υποστηρίζει, η κοινωνία οφείλει να αναγνωρίσει στους ανθρώπους το δικαίωμα να ζήσουν ο καθένας τη ζωή που θέλει. Και να τους επιτρέψει να πεθαίνουν με αξιοπρέπεια, όσο ακόμα μπορούν να αποφασίζουν μόνοι για τον εαυτό τους.