Η Κεντροαριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα φαντάσματα από το παρελθόν

2019-03-03 12:46

Τους τελευταίους μήνες με ολοένα εντεινόμενη συχνότητα και επιτακτικότητα τίθεται από την κυβέρνηση, η ανεύρεση συμμάχου-συμμάχων που θα συγκροτήσουν τον "προοδευτικό πόλο", ο οποίος θα αποτελέσει το αντίπαλο δέος στον επερχόμενο -με δημοσκοπικό καλπασμό τουλάχιστον- δεξιό και ακροδεξιό πόλο (δίχως εισαγωγικά αυτήν τη φορά). Γέφυρες στήνονται με επιφανή και προβεβλημένα  στελέχη του χώρου, ομιλίες δίνονται που περιγράφουν την ανάγκη ύπαρξης ενός ισχυρού προοδευτικού πόλου, που θα αποτελέσει το αντίβαρο στην επελαύνουσα ακροδεξιά και στον φιλελευθερισμό, τόσο εδώ όσο και στη γηραιά ήπειρο - ευρωεκλογές έρχονται, μην το ξεχνάμε.

Σκίτσο της Εφ.Συν. (Π. Ζερβού, 01.03.2019)

Η κυβέρνηση, μετά το αναμενόμενο και ολίγον ταραχώδες διαζύγιο με τους ΑΝΕΛ, αισθάνεται την ανάγκη να αναζητήσει συμμαχίες σε όμορους προοδευτικούς χώρους, ώστε να εξασφαλίσει αν είναι δυνατόν μια νέα εκλογή ή στο χειρότερο σενάριο μια ήττα με προοπτικές επανόδου. Οπότε αισθάνεται νομιμοποιημένη να "κουρσέψει" από το εκ δεξιών ευρισκόμενο ΚΙΝΑΛ μεσαία και υψηλόβαθμα στελέχη, με την ελπίδα να υπάρξει το αντίστοιχο γκελ στο εκλογικό σώμα. Η αλήθεια είναι ότι η σταθερή και εμφανής μετατόπιση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ακροδεξιότερο τμήμα του πολιτικού φάσματος κάνει το εγχείρημα να φαίνεται ευκολότερο και χρειοδέστερον. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι θα έχει την αναμενόμενη από την κυβέρνηση επιτυχία. Γράφω την κυβέρνηση και αποφεύγω επιμελώς να αναφέρω και το κόμμα ΣΥΡΙΖΑ, γιατί εκεί υπάρχουν -από όσο είμαι σε θέση να γνωρίζω- αντιρρήσεις. Φυσικά αντιρρήσεις υπάρχουν και από τη ΝΔ και από το ΚΙΝΑΛ. Οι μεν νεοδημοκράτες γιατί σε αυτή την κίνηση αναγνωρίζουν μια απειλή που δυνητικά μπορεί να χαλάσει τη δημοσκοπική τους ευφορία, οι δε κιναλίτες γιατί φοβούνται την εκλογική εξαέρωση. Βεβαίως όταν το ΠΑΣΟΚ του Γιωργάκη έκανε τη λεγόμενη αμφίπλευρη διεύρυνση, με Στέφανο Μάνο και Ανδρέα Ανδριανόπουλο, ομού με Μαρία Δαμανάκη και Μίμη Ανδρουλάκη, ήταν όλα εξαιρετικά καμωμένα, δεν υπήρχε η παραμικρή σκιά συναλλαγής, δεν υπήρχε καμία εκλογική στόχευση. Α παπά, τι να λέμε τώρα; Για την Ελλάδα και τον σοσιαλισμό. Πάντως εκτιμώ ότι η πρωτοβουλία των 105 προσωπικοτήτων κινείται θετικά και εκτός από τους προφανείς εκλογικούς σχεδιασμούς έχει αναμφισβήτητα τα στοιχεία της συναίνεσης, της συστράτευσης και της κριτικής υποστήριξης για ένα κοινωνικά και οικονομικά δικαιότερο πολιτικό σχέδιο, φυσικά πάντα στα συγκεκριμένο ευρωενωσιακό και καπιταλιστικό πλαίσιο. Ίδωμεν... Σε όποιον αρέσει η θεωρητική ανάλυση με ιστορικές αναφορές του συγκεκριμένου εγχειρήματος μπορεί να προχωρήσει στην ανάγνωση του παρακάτω κειμένου από τον καθηγητή κ. Κύρκο Δοξιάδη

Ας ξεχάσουμε την Κεντροαριστερά
Κύρκος Δοξιάδης*

Μετά το «διαζύγιο» με τους ΑΝ.ΕΛΛ., το παλαιόθεν κρίσιμο για τον ΣΥΡΙΖΑ πρόβλημα της αναζήτησης συμμαχικών δυνάμεων στον προοδευτικό χώρο αναμενόμενο ήταν πως θα αποκτούσε όχι πλέον απλώς κρίσιμη αλλά και επείγουσα σπουδαιότητα. Ταυτόχρονα, η ολοένα και εμφανέστερη μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας προς την ακροδεξιά πλευρά του ιδεολογικο-πολιτικού φάσματος δημιουργεί μια κατάσταση στην οποία το «κενό» μεταξύ των δύο μεγάλων πολιτικών κομμάτων χάσκει αγεφύρωτο, αναμένοντας τον ενδιάμεσο φορέα που, εν μέρει έστω, θα το επικαλύψει. Με πιο απλά λόγια, εφόσον η Κεντροδεξιά έχει γίνει σχεδόν (;) Ακροδεξιά και στον βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει στη ριζοσπαστική Αριστερά, δεν μπορεί να μην υπάρχει Κεντροαριστερά.

Και όμως. Οι πολιτικές δυνάμεις που τοποθετούνται στο φάσμα Αριστερά-Δεξιά δεν ορίζονται επί τη βάσει μιας τυπικής λογικής ταξινομίας, όπως θα ήθελε μια θετικιστική προσέγγιση της πολιτικής. Συγκροτούνται ή δεν συγκροτούνται με ιστορικά συγκεκριμένο τρόπο, δηλαδή ανάλογα με τις ανάγκες και στρατηγικές επιλογές των ταξικών και ευρύτερα κοινωνικών δυνάμεων που προκύπτουν στις εκάστοτε ιστορικές συνθήκες. Αν με τον όρο «Κεντροαριστερά» εννοούμε τη μεταπολεμική ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία (και κατά κανόνα αυτό εννοούμε), τούτη προέκυψε στο πλαίσιο μιας κοινωνικής συναίνεσης στο εσωτερικό των καπιταλιστικών χωρών, ίσως ανεπανάληπτης στην ευρωπαϊκή Ιστορία, που η «χρυσή της εποχή» δεν κράτησε παραπάνω από δυόμισι δεκαετίες.

Η «Κεντροαριστερά», ήτοι η Σοσιαλδημοκρατία, ήταν η πολιτική έκφραση όχι των συμφερόντων των «μεσαίων τάξεων», αλλά αυτής ακριβώς της κοινωνικής συναίνεσης, που με τη σειρά της υπήρξε το αποτέλεσμα ενός ευρύτερου συμβιβασμού μεταξύ των αντικρουόμενων στρατηγικών των ανώτερων και των κατώτερων τάξεων, στις πολύ συγκεκριμένες συνθήκες του ευρωπαϊκού καπιταλισμού κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Η εν λόγω συναίνεση στο πολιτικό επίπεδο εκδηλωνόταν και από το γεγονός ότι το κοινωνικό κράτος και ο κεϊνσιανός παρεμβατισμός ήταν πρακτικές που σε σημαντικό βαθμό ενστερνίζονταν και τα «καθαυτό αστικά», φιλελεύθερα και συντηρητικά κόμματα.

Οταν άρχισε να επικρατεί ο νεοφιλελευθερισμός σε ευρωπαϊκό και σε παγκόσμιο επίπεδο κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, τούτος επίσης στηρίχτηκε σε μια συναίνεση – επίπλαστη και επισφαλή βέβαια, όπως αποδείχτηκε με το που ξέσπασε η κρίση κατά το τέλος της πρώτης δεκαετίας του εικοστού πρώτου αιώνα.

Η «ειρωνεία της Ιστορίας» είναι πως η εν λόγω «συναίνεση» επιτεύχθηκε προς την αντίστροφη ιδεολογικο-πολιτική κατεύθυνση των πολιτικών φορέων. Σαν να «χρώσταγε» η Κεντροαριστερά στα κεντροδεξιά και δεξιά κόμματα και συνέβαλε με τη σειρά της, κατά τρόπο καταλυτικό κιόλας θα λέγαμε, στην εγκαθίδρυση της νέας -νεοφιλελεύθερης αυτή τη φορά, έστω πρόσκαιρης και επισφαλούς- συναίνεσης, ασπαζόμενη στο πρόγραμμά της, πρακτικά και θεωρητικά, το νέο δόγμα.

Η υπαρξιακών διαστάσεων κρίση που διέρχονται τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα κατά τα τελευταία χρόνια –με πιο δραματικό τρόπο στην περίπτωση του ΠΑΣΟΚ για λόγους που είχα εξηγήσει σε παλαιότερα άρθρα μου- δεν έχει λοιπόν να κάνει απλώς με τη δυσαρέσκεια των κοινωνικών στρωμάτων που φιλοδοξούσαν να εκπροσωπούν, αλλά πρώτιστα με το ότι εξέλιπε η κοινωνική συναίνεση της οποίας αποτελούσαν την κύρια πολιτική έκφραση.

Επιπλέον, η δική τους πολιτική, η πολιτική του κοινωνικού κράτους και των φιλολαϊκών δημοσιονομικών μέτρων, δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, η πολιτική της συναίνεσης που υπήρξε πριν από μερικές δεκαετίες, για τον απλούστατο λόγο ότι, πριν από τη Σοσιαλδημοκρατία, την είχε έμπρακτα αποκηρύξει το ίδιο το καπιταλιστικό καθεστώς.

Ακολουθώντας μια πορεία αντίστροφη προς εκείνη των κομμάτων που κάποτε την υιοθετούσαν, η πολιτική που τώρα στοχεύει στην αποκατάσταση του καθημαγμένου κοινωνικού κράτους και στη βαθμιαία άρση της λιτότητας, στις συνθήκες του σύγχρονου νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, δεν μπορεί παρά να είναι η πολιτική της ριζοσπαστικής Αριστεράς – με αναπόφευκτα αντικαπιταλιστικό πρόσημο, που σημαίνει με αντι-συναινετικό χαρακτήρα, για όσο ο καπιταλισμός θα εξακολουθεί να παραμένει αυτό που είναι σήμερα, δηλαδή για άγνωστο μέχρι πότε.

Η «διεύρυνση» του κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς σε επίπεδο προσωπικοτήτων μπορεί να προσλάβει κυρίως δύο μορφές. Η μία είναι εκδηλώσεις όπως εκείνη στο Μέγαρο Μουσικής με θέμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Η άλλη είναι υπουργοποιήσεις στελεχών που δεν ανήκαν στο κόμμα (υπό την προϋπόθεση πως είναι όντως άξια και δεν είχαν εκτεθεί στο πολύ πρόσφατο παρελθόν με άδικη πολεμική εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ, εννοείται).

Ανοιγμα «προς την Κεντροαριστερά» δεν υπάρχει. Οσοι συνεργάζονται ή συνασπίζονται με τη ριζοσπαστική Αριστερά, είτε ως προσωπικότητες είτε ως απλοί ψηφοφόροι, σημαίνει ότι συμφωνούν με κάποιες από τις αρχές που τώρα σηματοδοτούν και χαρακτηρίζουν ως τέτοια τη ριζοσπαστική Αριστερά.

*καθηγητής της Κοινωνικής Θεωρίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών

Και τώρα ας έρθουν τα φαντάσματα που όσο να ΄ναι -κατά τη γνώμη μου πάντα- οξειδώνουν την κίνηση σύμπηξης προοδευτικού πόλου. Γιατί ακούγεται σουρεαλιστικό από τη μια μεριά να πασχίζεις για να οικοδομήσεις ένα ευρύτερο προοδευτικό μέτωπο, που θα αντιπαρατεθεί στα ακροδεξιά-νεοφιλελεύθερα σκοτάδια, και από την άλλη με ευθύνη σου να παραμένει το νομοθετικό πλαίσιο που επιτρέπει στη σημερινή εποχή την ύπαρξη τμήματος της Γενικής Ασφάλειας με τον πομπώδη τίτλο: "Προστασία του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος"(;). Τον τελευταίο καιρό το συγκεκριμένο τμήμα έχει καλέσει τον Παν. Λαφαζάνη κι άλλα στελέχη τη ΛΑ.Ε. για εξηγήσεις, κυρίως εξαιτίας του ακτιβισμού και της συμμετοχής τους στο κίνημα κατά των πλειστηριασμών. Πριν από λίγες ημέρες ο Λαφαζάνης έδωσε μια συνέντευξη στα ΝΕΑ και στον δημοσιογράφο Δημήτρη Μανιάτη, όπου μεταξύ πολλών είπε: «Έχω σε βάρος μου πέντε δικογραφίες με άθλιες κατηγορίες που αφορούν τον μισό Ποινικό Κώδικα, μέχρι και οπλοφορία και ρίψη εκρηκτικών μου φορτώνουν γελοιωδέστατα οι αθλιέστατοι κυβερνώντες. Και ο χειρότερος κακοποιός σε αυτή τη χώρα δεν έχει εις βάρος του τόσες πολλές διώξεις και κατηγορίες, που αθροιστικά μπορεί να μου κοστίσουν, περίπου, δεκαπέντε χρόνια φυλακή.», «[...] Η Ελλάδα είναι η χώρα των θαυμάτων. Όταν κάποιοι μένουν πιστοί στις αρχές τους και στην λαϊκή εντολή τιμωρούνται και μένουν εκτός Βουλής, για να θριαμβεύσουν οι ψεύτες και τα μνημονιακά συνεταιράκια τους, η ΝΔ, το ΚΙΝΑΛ κλπ. Όσοι πολιτικοί, ολιγάρχες και αξιωματούχοι κλέβουν ασύστολα σε αυτή τη χώρα, διαθέτουν, σχεδόν, ασυλία, αν δεν επιβραβεύονται και κυβερνούν εσαεί. Όσοι είναι έντιμοι και αγωνίζονται για ιερά δικαιώματα και στοιχειώδη δικαιοσύνη στιγματίζονται, διώκονται και κινδυνεύουν με σίδερα. Αυτή η πλήρης αναστροφή αξιών και κανόνων βρίσκεται στη ρίζα της κακοδαιμονίας της χώρας μας, για την οποία συχνά συνυπεύθυνη είναι με την ψήφο του και μεγάλο μέρος πολιτών.», «[...] Αν οι διώξεις σε βάρος μας σχεδιάστηκαν από το Μαξίμου, εκτελέστηκαν στην πράξη από το παρακρατικό όργανο του Τσίπρα και του επιτελείου του, που, άκουσον-άκουσον, είναι το τμήμα της Γενικής Ασφάλειας για την «Προστασία του Κράτους και του Δημοκρατικού Πολιτεύματος»

Διαφωνώ πολιτικά με τον Παν. Λαφαζάνη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα υπερασπιστώ το δικαίωμά του να λέει ελεύθερα τη γνώμη του και να δραστηριοποιείται σύμφωνα με όσα πιστεύει. Δεν θυμάμαι το τμήμα αυτό της Ασφάλειας να δραστηριοποιήθηκε ενάντια σε όσα έκανε η Χ.Α., τουλάχιστον μέχρι τη δολοφονία του Π. Φύσσα. Κάνω λάθος;