Όταν τα στερνά (δεν) τιμούν τα πρώτα

2019-11-30 22:20

* Το γήρας όρμον είναι των κακών.

Η σχέση μου με τον συνθέτη και άνθρωπο Μίκη Θεοδωράκη ξεκίνησε μεσούσης της Δικτατορίας, τη χρονιά που πήγαινα στην 6η Γυμνασίου - τουλάχιστον έτσι θυμάμαι. Μέτρησε πολύ η πολιτικοποίησή μου, καθώς και κάποιες ιστορίες του πατέρα μου από τα χρόνια που τον γνώρισε στη χορωδία Τριπόλεως. Ο πατέρας μου, αν και δεν συνήθιζε να τραγουδά -αυτό το έκανε η μητέρα μου in extremis-, υπήρξε βαθύφωνος, ο δε Μίκης ήταν ο μαέστρος. Έκτοτε η μουσική του Θεοδωράκη με συνόδεψε σε πολλές στιγμές της ζωής μου και όχι κατ' ανάγκη αυτές που θα χαρακτηρίζαμε αποκλειστικά αγωνιστικές - καταλαβαινόμαστε νομίζω. Εκείνα τα χρόνια και λίγο αργότερα, στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ομολογώ ότι έδινα λίγη προσοχή στον έκδηλο ναρκισσισμό του και στην ακόρεστη επιθυμία του να είναι το κέντρο όχι μόνο της πολιτιστικής δημιουργίας, αλλά και του ευρύτερου πολιτικού γίγνεσθαι. Μάλλον τον δικαιολογούσα. 

Όχι πλέον. Με ενοχλεί πολύ και βρίσκω ότι όσα προανέφερα είναι -επιεικώς- μια ανορθογραφία στην ευλογία του μουσικού ταλέντου του. Δυστυχώς όσο περνάνε τα χρόνια τόσο περισσότερο εκτίθεται στα μάτια των πάλαι ποτέ φίλων και θαυμαστών του. Στην επιθυμία του να παίξει έναν ευρύτερο, όπως αυτός τον αντιλαμβάνεται, ρόλο στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της πατρίδας μας, υποβαθμίζει την αναμφισβήτητη αγωνιστική προσφορά τού παρελθόντος. Αυτά που άρθρωσε πριν από έναν χρόνο στο Σύνταγμα, στη συγκέντρωση που είχε οργανωθεί από όλο τον εθνικιστικό εσμό, δυστυχώς οξειδώνουν ιδιαίτερα τον άνθρωπο Θεοδωράκη και την υστεροφημία του. Φυσικά έχει το δικαίωμα -όπως κάθε άνθρωπος- να αλλάζει απόψεις, ακροατήριο και να επιλέγει τους εχθρούς του. Ωστόσο κρίνεται γι' αυτό. 

Αφορμή για όσα γράφω ήταν ένα άρθρο του Ιάσονα Τριανταφυλλίδη στην ΕφΣυν της 29/11, το οποίο παραθέτω αυτούσιο. Κλείνω με μια παρατήρηση από τη ζωή, που είμαι βέβαιος ότι έχει υποπέσει στην αντίληψή σας. Καθώς μεγαλώνουν οι  άνθρωποι μεγεθύνονται τα ελαττώματά τους και δυστυχώς υποσκελίζουν τα προτερήματά τους. Δυστυχώς τα γηρατειά κρύβουν συμφορές, όχι αποκλειστικά σχετικές με θέματα υγείας...

 

 

Σαν τοτέμ με ταμπού...
Ιάσονας Τριανταφυλλίδης

Πριν από κάποιους μήνες απ’ ό,τι ξέρω κυκλοφόρησε ένας μικρός, κομψός, ωραιότατος τόμος από τον Δήμο Πειραιά και τις εκδόσεις Μίλητος με τίτλο «Το εμβληματικό Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά». Αφιερωμένος φυσικά σε αυτό το συγκλονιστικό θεατρικό κτίριο, το ωραιότερο που υπάρχει σε όλη την Ελλάδα -αν εξαιρέσει κανείς τα αρχαία θέατρα βέβαια- και θα τολμήσω να πω ένα από τα ωραιότερα της Ευρώπης.

Μιλάνε διάφοροι γι' αυτό το θέατρο, ένας από αυτούς και ο Μίκης Θεοδωράκης. Ο Μίκης Θεοδωράκης βέβαια, του οποίου το κείμενο είναι πρώτο στη σειρά -και λογικό-, έχει το πιο μεγάλο κείμενο και το μόνο που στην ουσία δεν λέει για το Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά αλλά για την ιστορία του Εμφυλίου και του ίδιου του Θεοδωράκη μέσα σ’ αυτόν τον Εμφύλιο, με δύο παραγράφους όλες κι όλες για όταν κρυβόταν και δούλευε το 1948 μέσα εκεί. Οταν λοιπόν φτάνει σε αυτό το σημείο, θυμάται ξαφνικά πως εκείνη την εποχή ήταν να εκτελέσουν κάποιους κομμουνιστές λόγω Εμφυλίου, αλλά η μέρα της εκτέλεσης συνέπεσε να είναι Μεγάλη Τρίτη, μια άγια μέρα της χριστιανοσύνης που συνήθως δεν γίνονταν εκτελέσεις.

Τότε λοιπόν, όπως διηγείται ο κ. Θεοδωράκης, ενώ συζητούν για την εκτέλεση ή μη των κομμουνιστών οι αριστεροί της συντροφιάς, μπαίνει μέσα η Μελίνα Μερκούρη, πανέμορφη και φανατική αντικομμουνίστρια τότε, όπως τονίζει ο κ. Θεοδωράκης, ντυμένη υπέροχα, και λέει ότι την προηγούμενη μέρα ήταν τα γενέθλιά της, ότι τη γέμισαν δώρα, αλλά το καλύτερο δώρο τής το έκανε ο νέος μεγαλοφυής συνθέτης Μάνος Χατζιδάκις, που έπαιξε πιάνο μόνο γι’ αυτήν. Η Μελίνα, όπως δηλώνει ο κ. Θεοδωράκης, τον αντιπαθούσε και όταν τη ρώτησαν τη γνώμη της για το αν πρέπει να γίνουν εκτελέσεις Μεγάλη Τρίτη, αυτή κοιτάζοντάς τον στα μάτια απάντησε: «Ναι, Μεγάλη Τρίτη να τους σκοτώσουν...».


Ας αφήσουμε στο πλάι το γεγονός πως της Μελίνας τα γενέθλια ήταν τον Οκτώβρη και η γιορτή της καλοκαίρι, μια και το όνομά της ήταν Μαρία-Αμαλία, άρα μάλλον δύσκολο να γιόρταζε κοντά σε Μεγάλη Τρίτη, και ας πούμε πως όποιος γνωρίζει έστω και λίγο τη Μελίνα ήξερε πως, πριν και πάνω απ’ όλα, από μικρή και μέχρι το φινάλε της, ήταν ένα φοβερά καλόψυχο πλάσμα.

Και αντικομμουνίστρια ήταν εκείνη την εποχή -μην ξεχνάμε ότι ο παππούς της υπήρξε ο πιο βασιλικός και δεξιός δήμαρχος που πέρασε από την Αθήνα- και τον δεσμό της στα χρόνια της Κατοχής με τον περίφημο γερμανόφιλο μαυραγορίτη Γιαδικιάρογλου η ίδια τον έχει παραδεχτεί και τον έχει γράψει στην αυτοβιογραφία της. Οσο για τη συμπεριφορά της απέναντι στους αριστερούς συναδέλφους της εκείνη την εποχή, υπάρχουν μαρτυρίες συναδέλφων της φανατικών -και μονίμως- κομμουνιστών σαν τον Λυκούργο Καλλέργη και την Ολυμπία Παπαδούκα.

Οπότε μπορεί ο κ. Θεοδωράκης να μη θυμάται τόσο καλά ή μπορεί η μνήμη του να παίζει περίεργα παιχνίδια και έτσι σε τρεις σειρές να ρίχνει άγρια καρφιά και στη Μελίνα Μερκούρη και στον Μάνο Χατζιδάκι, ο οποίος ας μην ξεχνά πως εκείνη την εποχή δεν έπαιζε μόνο πιάνο σε γιορτές αντικομμουνιστριών και πως οι δεξιοί στη Λάρισα, όταν περιόδευε με αριστερό θίασο, του σπάσανε τα δόντια.

Προς το παρόν θα σταματήσω εδώ, λέγοντας πως καλό είναι κάποιος να προσέχει τι λέει και πως το έργο κανενός, ούτε καν του Μπετόβεν, δεν του δίνει το ελεύθερο να λέει ό,τι θέλει. Εννοείται πως θα επανέλθω σε αυτό το θέμα και σε κάνα δυο πράγματα ακόμα σχετικά με τον Μίκη Θεοδωράκη, που είναι προφανές πως έχει συνηθίσει τα τελευταία χρόνια να τον αντιμετωπίζουν σαν τοτέμ με ταμπού...

* "Τα γηρατειά είναι το λιμάνι όπου αράζουν όλες οι συμφορές".

Βίας ο Πριηνεύς, 625-540 π.Χ., ένας από τους 7 σοφούς της αρχαίας Ελλάδας.