Όταν θα πάρεις αυτό το γράμμα...

2016-05-07 22:44

Καλοί μου φίλοι και φίλες, δεν μπορείτε να φανταστείτε τι πέρασα για να εξασφαλίσω μόνο για σας το παρακάτω γράμμα της Κριστίν Λαγκάρντ από τους Financial Times. Τώρα, αν θα κλάψουμε με μαύρο κλάμα, που λέει και το τραγούδι, θα δούμε - ας περιμένουμε λίγο. Το γράμμα αυτό το έστειλε στους υπουργούς Οικονομικών των κρατών-μελών της Ευρωζώνης ξεκαθαρίζοντας -όπως ισχυρίζεται- τη θέση του ΔΝΤ και υπαγορεύοντας τους όρους του για να συμμετάσχει στη "διάσωσή μας. Αλληλούια!

 

Η επιστολή στα αγγλικά όπως τη δημοσίευσε η εφημερίδα Financial Times. 

Dear minister: 

Program discussions between Greece and the institutions have made progress in recent weeks, but significant gaps remain to be bridged before an agreement can be reached that would include the IMF under one of our program facilities. I think it is time for me to clarify our position, and to explain the reasons why we believe that specific measures, debt restructuring, and financing must now be discussed simultaneously. In particular, a clarification is needed to clear unfounded allegations that the IMF is being inflexible, calling for unnecessary new fiscal measures and – as a result – causing a delay in the negotiations and the disbursement of urgently needed funds. First, together with the other institutions we have negotiated in good faith with our Greek partners on a package of fiscal measures yielding 2.5 per cent of GDP – close to being agreed – that will in our view be sufficient to reach a primary surplus of 1.5 per cent of GDP by 2018. Our assessment is based on realistic assumptions informed by Greece’s track record, the international environment, and the latest data released by Eurostat. Second, this target falls short of what Greece promised its European partners in July last year – namely that it would achieve a primary surplus of 3.5 per cent of GDP in 2018. If the Eurogroup decided to hold Greece to this target, we could support an additional effort to temporarily reach this level, although it is higher than what we consider economically and socially sustainable in the long-run (see below). However, let there be no doubt that meeting this higher target would not only be very difficult to reach, but possibly counterproductive. Greece’s fiscal adjustment has in the past fallen short of what was needed because of the lack of structural reforms underlying the adjustment effort. We do not believe that it will be possible to reach a 3.5 per cent of GDP primary surplus by relying on hiking already high taxes levied on a narrow base, cutting excessively discretionary spending, and counting on one-off measures as has been proposed in recent weeks. The additional adjustment effort of 2 per cent of GDP would only be credible based on long overdue public sector reforms, notably of the pension and tax system. Unfortunately, the contingency mechanism that Greece is proposing does not include such reforms. Instead, the authorities have offered to make short-term across-the-board cuts in discretionary spending – which has already been compressed to the point where the provision of public service is severely compromised – or transitory cuts in pension and wages not supported by fundamental parametric reforms. Based on past performance, such ad-hoc measures are not very credible, but they are also undesirable as they add to uncertainty and fail to resolve the underlying imbalances. I should also add that Greece has legislated a dozen contingency-type mechanisms in the past that have largely not worked. Third, going forward, we do not expect Greece to be able to sustain a primary surplus of 3.5 per cent of GDP for decades to come. Only a few European countries have managed to do so, carried by a strong social consensus that is not in evidence in Athens. It would be unrealistic to expect future governments to resist pressure to relax fiscal policy over political cycles stretching far into the future. The recent experience – when first a center-right and then a center-left government quickly succumbed to easing pressures once a small primary surplus was achieved – should inform us against making such exceptional assumptions in the case of Greece. In our view, maintaining a primary surplus of 1.5 per cent of GDP over the foreseeable future may be achievable in the context of a successful program and strong European budget surveillance for many years to come thereafter. I understand the urgency of the situation in the case of Greece and Europe as a whole, and our common objective is to quickly agree on a way forward. This requires compromises from all sides, and we have contributed our part by focusing conditionality on what we see as the absolute minimum, leaving important structural reforms to a later stage. However, for us to support Greece with a new IMF arrangement, it is essential that the financing and debt relief from Greece’s European partners are based on fiscal targets that are realistic because they are supported by credible measures to reach them. We insist on such assurances in all our programs, and we cannot deviate from this basic principle in the case of Greece. The IMF must apply the same standard to Greece as to other members of our institution. Sincerely, 

Christine Lagarde

Ακολουθεί η δική μου μετάφραση:

Αγαπητέ υπουργέ,
Οι συζητήσεις για το Πρόγραμμα, ανάμεσα στην Ελλάδα και στα θεσμικά όργανα, έχουν σημειώσει πρόοδο τις τελευταίες εβδομάδες, αλλά σημαντικά κενά παραμένουν να γεφυρωθούν πριν επιτευχθεί μια συμφωνία που θα περιλαμβάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε μία από τις εγκαταστάσεις του προγράμματός μας. Νομίζω ότι είναι καιρός για μένα να διευκρινίσω τη θέση μας και να εξηγήσω τους λόγους για τους οποίους πιστεύουμε ότι συγκεκριμένα μέτρα, όπως η αναδιάρθρωση του χρέους και η χρηματοδότηση, θα πρέπει να συζητηθούν ταυτόχρονα τώρα. Συγκεκριμένα, είναι απαραίτητη μια διευκρίνιση για να απορρίψετε τους αβάσιμους ισχυρισμούς ότι το ΔΝΤ είναι ανελαστικό, ότι ζητά περιττά νέα φορολογικά μέτρα και -κατά συνέπεια- προκαλεί καθυστέρηση στις διαπραγματεύσεις και στην εκταμίευση των κεφαλαίων που επειγόντως απαιτούνται.
Πρώτον, από κοινού με τα άλλα θεσμικά όργανα έχουμε διαπραγματευτεί καλόπιστα με τους Έλληνες εταίρους μας μια δέσμη δημοσιονομικών μέτρων που θα αποδίδουν 2,5 % του ΑΕΠ -κοντά στην τελική συμφωνία-, που κατά τη γνώμη μας θα είναι επαρκής για να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 1,5 % του ΑΕΠ μέχρι το 2018. Η εκτίμησή μας αυτή βασίζεται σε ρεαλιστικές υποθέσεις, όπως δείχνουν οι ανάλογοι δείκτες της Ελλάδας, το διεθνές περιβάλλον και τα τελευταία στοιχεία που δημοσιεύτηκαν από την Eurostat. 
Δεύτερον, ο στόχος αυτός υπολείπεται του στόχου που η Ελλάδα υποσχέθηκε στους Ευρωπαίους εταίρους της, τον Ιούλιο του περασμένου έτους, δηλαδή ότι θα επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ΑΕΠ το 2018. Αν το Eurogroup αποφάσισε να παραμείνει η Ελλάδα δεσμευμένη σε αυτόν το στόχο, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε μια πρόσθετη προσπάθεια για να φτάσει προσωρινά σε αυτό το επίπεδο, αν και θεωρούμε ότι είναι υψηλότερο από ένα οικονομικό και κοινωνικά βιώσιμο στόχο σε μακροπρόθεσμη βάση (βλέπε παρακάτω). Ωστόσο, ας μην υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η επίτευξη αυτού του υψηλότερου στόχου θα είναι όχι μόνο πολύ δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά πιθανόν θα έχει αντιπαραγωγικά αποτελέσματα. Η δημοσιονομική προσαρμογή στην Ελλάδα έχει στο παρελθόν πέσει πολύ έξω από ό,τι απαιτείτο, λόγω της έλλειψης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, στις οποίες βασίζεται αυτή η δημοσιονομική προσαρμογή. Εμείς δεν πιστεύουμε ότι θα είναι δυνατόν να επιτευχθεί ένα 3,5 % του ΑΕΠ πρωτογενές πλεόνασμα, στηριζόμενο στην επιβολή νέας φορολογίας σε ήδη υψηλούς φόρους, που επιβάλλονται σε μια στενή βάση, στην υπερβολική περιστολή επιλεκτικών δαπανών, και να βασίζεται σε έκτακτα μέτρα, όπως προτάθηκαν τις τελευταίες εβδομάδες. Αυτή η επιπρόσθετη προσπάθεια προσαρμογής του 2 % του ΑΕΠ θα είναι αξιόπιστη μόνο αν βασιστεί σε -επί μακρόν καθυστερούμενες- μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα, κυρίως στο συνταξιοδοτικό σύστημα και στο φορολογικό. Δυστυχώς, ο μηχανισμός έκτακτης ανάγκης, που η Ελλάδα έχει προτείνει, δεν περιλαμβάνει αυτές τις μεταρρυθμίσεις. Αντ' αυτού, οι αρχές πρότειναν αφενός να έχουν τη διακριτική ευχέρεια να κάνουν βραχυπρόθεσμες περικοπές σε όλους τους τομείς των δαπανών, οι οποίες έχουν ήδη συμπιεστεί σε τέτοιο βαθμό που η παροχή της δημόσιας υπηρεσίας να βρίσκεται σοβαρά σε κίνδυνο, και αφετέρου να κάνουν παροδικές μειώσεις στις συντάξεις και στους μισθούς, που δεν υποστηρίζονται από τις θεμελιώδεις παραμετρικές μεταρρυθμίσεις. Με βάση τις επιδόσεις του παρελθόντος, τέτοια επί τούτου μέτρα δεν είναι πολύ αξιόπιστα, αλλά είναι επίσης ανεπιθύμητα, καθώς επιτείνουν την αβεβαιότητα και αδυνατούν να επιλύσουν τις υποκείμενες ανισορροπίες. Θα ήθελα επίσης να προσθέσω ότι η Ελλάδα έχει νομοθετήσει στο παρελθόν μια δωδεκάδα μηχανισμών έκτακτου τύπου, που σε μεγάλο βαθμό δεν λειτούργησαν. 
Τρίτον, βλέποντας το μέλλον, δεν περιμένουμε η Ελλάδα να είναι σε θέση να διατηρήσει ένα πρωτογενές πλεόνασμα 3,5 % του ΑΕΠ για τις επόμενες δεκαετίες. Μόνο λίγες ευρωπαϊκές χώρες έχουν καταφέρει να το πράξουν, και αυτό πραγματοποιήθηκε από μια ισχυρή κοινωνική συναίνεση, κάτι που δεν φαίνεται να υπάρχει στην Αθήνα. Θα ήταν ουτοπικό να περιμένει κανείς ότι οι μελλοντικές κυβερνήσεις θα μπορέσουν να αντισταθούν στις πιέσεις για χαλάρωση της δημοσιονομικής πολιτικής, στη διάρκεια των πολιτικών κύκλων που εκτείνονται στο απώτερο μέλλον. Η πρόσφατη εμπειρία -όταν πρώτα μια κεντροδεξιά και στη συνέχεια μια κεντροαριστερή κυβέρνηση υπέκυψαν γρήγορα στην άμβλυνση των πιέσεων μόλις επιτεύχθηκε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα- θα πρέπει να μας πληροφορεί αρνητικά έναντι τέτοιων ασυνήθιστων παραδοχών, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας. Κατά την άποψή μας, η διατήρηση ενός πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξης του 1,5 % του ΑΕΠ για το προβλέψιμο μέλλον μπορεί να επιτευχθεί στο πλαίσιο ενός επιτυχούς προγράμματος και μιας αυστηρής ευρωπαϊκής επιτήρησης του προϋπολογισμού, για πολλά χρόνια στη συνέχεια. Καταλαβαίνω τον επείγοντα χαρακτήρα της κατάστασης στην περίπτωση της Ελλάδας και της Ευρώπης στο σύνολό της, και κοινός μας στόχος είναι να συμφωνήσουμε γρήγορα σε μια πορεία προς τα εμπρός. Αυτό απαιτεί συμβιβασμούς από όλες τις πλευρές, και εμείς (ΔΝΤ) έχουμε συνεισφέρει το μερίδιό μας, εστιάζοντας υπό προϋποθέσεις σε αυτό που εμείς βλέπουμε ως το απόλυτο ελάχιστο, αφήνοντας σημαντικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε μεταγενέστερο στάδιο. Ωστόσο, για να στηρίξουμε την Ελλάδα σε μια νέα συμφωνία με το ΔΝΤ, είναι σημαντικό η χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους εταίρους προς την Ελλάδα να βασίζονται σε ρεαλιστικούς δημοσιονομικούς στόχους, επειδή θα υποστηρίζονται από αξιόπιστα μέτρα για την επίτευξή τους. Επιμένουμε σε τέτοιες διαβεβαιώσεις σε όλα τα προγράμματά μας και δεν μπορούμε να παρεκκλίνουμε από αυτή τη βασική αρχή στην περίπτωση της Ελλάδας. Το ΔΝΤ πρέπει να εφαρμόσει για την Ελλάδα το ίδιο πρότυπο με τα άλλα μέλη του οργανισμού μας.
 
Με εκτίμηση, 
Κριστίν Λαγκάρντ.
 
Από την ανάγνωση της επιστολής και σε συνδυασμό με την απουσία της από την συνάντηση της Δευτέρας όπου θα ασχοληθούν όλοι οι συμμετέχοντες με την υπόθεση της Ελλάδας, προκύπτουν αβίαστα μερικά συμπεράσματα:                                                                                   1. Όρος συμμετοχής του ΔΝΤ στο πρόγραμμα είναι "[...] η χρηματοδότηση και η ελάφρυνση του χρέους στην Ελλάδα να βασίζονται σε δημοσιονομικούς στόχους που είναι ρελιστικοί [...]".                                                                                                                                                 2. Επιμένει στον αυστηρό προσδιορισμό των προληπτικών μέτρων, ύψους 3,5 δισ. κόντρα στον "αυτόματο δημοσιονομικό κόφτη", που η Αθήνα προτείνει.                                                                                                                                                                                                     3. Ξεκαθαρίζει ότι ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος 3.5% του ΑΕΠ για το 2018 είναι ουτοπικός και  πρέπει να μειωθεί δραστικά (1,5%).                                                                                                                                                                                                                      4. Αποκηρύσσει, μετά βδελυγμίας τις κατηγορίες που η Αθήνα προσπαθεί να προσάψει στο ΔΝΤ, για επιβολή περισσότερων μέτρων, καθυστέρηση των διαπραγματεύσεων, κλπ.
 
Τώρα πως θα αντιδράσει η ευρωπαϊκή πλευρά των θεσμών, δηλαδή η Γερμανία, πιστεύω ότι θα το μάθουμε σχετικά σύντομα. Διακινδυνεύω την πρόβλεψη ότι την Δευτέρα δεν θα παρθεί καμία απόφαση, θα ειπωθεί για εκατομμυριοστή φορά ότι βρισκόμαστε στον σωστο δρόμο, υπάρχει πλέον εμπιστοσύνη σε σχέση με το πρόσφατο αμαρτωλό παρελθόν και μπλα, μπλα, μπλα αλλά υπάρχει δουλειά ακόμα να γίνει. Και αν κάποιος δυστροπήσει του υποδεικνύουν -με παροιμιώδη ευρωπαϊκή ευγένεια- τις χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας τον Ιούνιο-Ιούλιο και αν κάνει και επιμείνει πετάνε και ένα Grexit, όχι οι ίδιοι, αλλά τα επικοινωνιακά πρακτοράκια τους. Και τότε σταματά κάθε κουβέντα και τα κεφάλια μέσα. Και βέβαια ,από την εμπειρία μας ως τώρα, γνωρίζουμε ότι οι υπαρκτές διαφορές ΔΝΤ-Γερμανών γεφυρώνονται σε ένα συμβιβασμό, πάντοτε εις βάρος των δικών μας επιδιώξεων, μέχρι την επόμενη φορά που θα διασταυρώσουν τα ξίφη τους. Εμάς, μας τρώει η αρκούδα.