Περί αγίων και διαβόλων...
2020-12-15 19:49Το σημερινό σημείωμα, γραμμένο διά χειρός του αγαπημένου μου εξάδελφου, πραγματεύεται το πέρασμα από τη ζωή του Pibe de Oro, στα καθ' ημάς "χρυσού παιδιού" του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, αλλά και τους κυματισμούς που προκάλεσε στη ζωή των ανθρώπων. Ο Μαραντόνα ήταν το χρυσό παιδί, και "το χέρι του Θεού", όπως πριν από αυτόν ο Φέρεντς Πούσκας ήταν ο "καλπάζων ταγματάρχης", ο Πελέ ήταν ο "βασιλιάς", ο Φραντς Μπεκενμπάουερ ο "Κάιζερ", ο Εουσέμπιο το "μαύρο διαμάντι" και πάει λέγοντας. Ο Μαραντόνα ήταν η ενσάρκωση της ένωσης των αντιθέτων. Η ποδοσφαιρική ικανότητα και η ευφυΐα του συνυπήρχαν με τις τάσεις αυτοκαταστροφής. Και οι δύο -in extremis- ιδιότητες τον χαρακτήριζαν. Η ποδοσφαιρική καλλιτεχνία μαζί με τον κωλοπαιδισμό, το βγάλσιμο της γλώσσας, η ταύτισή του με τον Τσε και ο θαυμασμός και η φιλία του με τον Φιντέλ Κάστρο συνυπήρχαν με κοκαΐνες, εξώγαμα, παράνομα στοιχήματα κ.λπ. Ήταν ένας άγιος και διάβολος συγχρόνως, ένας λαϊκός ήρωας, που συνδύαζε το ρεαλιστικό στοιχείο με το φαντασιακό.
Αλλά καλύτερα ας δώσω τον λόγο στον καλό μου ξάδελφο...
Τα γήπεδα, όπου διεξάγονται οι αγώνες, αποκαλούνται «ναοί». Οι παίκτες, οι προπονητές και οι οπαδοί τους «Αγία Τριάδα». Η μπάλα, με την οποία παίζεται το παιχνίδι, «στρογγυλή θεά». Η κατάληξη της στην εστία της αντιπάλου ομάδας διαλαλείται ως ο «στόχος» («goal»).
Η ορολογία δεν αφήνει αμφιβολίες, άλλωστε το ζούμε κάθε μέρα. Πρόκειται για μια ιδιότυπη μορφή θρησκείας, με δόγμα, κανόνες, λάβαρα, πιστούς, φωτιές, καπνούς, σχίσματα, παγκάρι, διώξεις και τελετουργικό. Κι αν ο Diego δεν υπήρξε απόστολος του «θείου», μέσα σ’ αυτό το ιδιότροπο νεφέλωμα, τότε σίγουρα υπήρξε ο επιδραστικότερος ιεροφάντης του.
Οτι ο πρώιμος θάνατος του θα προκαλούσε παγκόσμια συγκίνηση και διθυραμβικά αφιερώματα, «εις μνήμην», δεν ήταν κάτι απρόσμενο. Η ουσία του πράγματος, ωστόσο, δεν βρίσκεται στην αποθέωση του δεξιοτέχνη, που αιχμαλώτισε μαεστρικά τη γη με την ποδοσφαιρική του ιδιοφυϊα.
Το κρίσιμο ερώτημα ήταν και παραμένει: γιατί, παρά τη φαινομενικά συντριπτική του ήττα σε προσωπικό επίπεδο, ένας σκλάβος του εθισμού (άρα κάποιος αμετανόητος δραπέτης της πραγματικότητας), λατρεύτηκε σαν επίγειος «θεός»; Γιατί ανέπτυξε τις ικανότερες, φυσικές πλευρές του για να διακριθεί, καλλιεργώντας ταυτόχρονα τις χειρότερες, ψυχικές αδυναμίες του για να επιβιώσει;
Ηθικολογώντας, υποστήριξαν αρκετοί με σοβαροφάνεια, ότι αδίκως χύθηκαν δάκρυα ή κουβάδες από μελάνι για την απότακτη ζωή του Diego. Καθώς η αυτοκαταστροφική τάση και οι βδελυρές συνήθειες του (ναρκωτικά, αλκοόλ, ντόπινγκ, μακρύς κατάλογος ευκαιριακών συντρόφων, εγκαταλελειμμένα εξώγαμα, φήμες για συνεργασία με την καμόρρα, διασπάθιση της περιουσίας του στους πέντε ανέμους κ.α.) συνέθεσαν ένα ακανθώδες ανοσιούργημα. Αξιο να καταδικαστεί στη λήθη, ως δυνητική πηγή μόλυνσης των νέων ή της - καθώς πρέπει - κοινωνίας.
Υπό το πρίσμα αυτό, αφού για τον ίδιο έχουν ήδη ειπωθεί τα πάντα, αποκτά τη δική της σημασία η διερεύνηση (όχι των επιφανειακών αλλά) των βαθύτερων αιτίων της σαγήνης, που άσκησε απ’ άκρη σ’ άκρη σε όλη την υφήλιο. Και βέβαια των ριζών της ψυχοσωματικής καταβαράθρωσης, που τον οδήγησαν στο, μάλλον αναμενόμενο, πρόωρο τέλος του.
Η ενασχόληση λοιπόν με την οικεία δράση, στην οποία έχει μεταρσιωθεί η αρχέγονη, συγκρουσιακή μανία του ανθρώπου («πόλεμος πάντων πατήρ» - Ηράκλειτος απόσπασμα 53) και μάλιστα στη δημοφιλέστερη, «ειρηνική» εκδοχή της, το ποδόσφαιρο, αποτελεί τον πρώτο και τον κυριότερο λόγο. Ο Maradona αυτοδικαίως χρίσθηκε πολέμαρχος του αναίμακτου αγώνα, που έχει κηρύξει στον εαυτό του ο άνθρωπος, τρεφόμενος όλη του τη ζωή απ’ την αντίθεση. Θεσμοθετημένος σκοπός (σήμερα) η επιβολή στο θέατρο της μάχης μεταξύ των 22 ενδεικτικών αντιπάλων. Με την ανυπέρβλητη ικανότητα του να επηρεάζει ουσιωδώς το αποτέλεσμα ο μικρόσωμος Αργεντίνος (διόλου τυχαίο ότι «Αrmando» σημαίνει «οπλισμός» ή, μεταφορικά, «στρατιώτης»), εξελίχθηκε στο υπερόπλο εκτόνωσης δύο συμπιεσμένων, ισχυρότατων ενστίκτων: της επιθετικότητας και του πόθου της επικράτησης.
Εν προκειμένω υπήρξε το ιδανικό εργαλείο αποφόρτισης των ζωικών αυτών λειτουργιών για εκατομμύρια οπαδούς, που ακολουθούσαν πιστά τις ομάδες τους όπως «τα ψάρια το βρώμικο καράβι». Η επιβολή (του ενός επί του άλλου) υπήρξε ανέκαθεν αυτοσκοπός σ’ όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου. Οπότε, η επίτευξη της στην αθλητική εκδοχή, χάρη στη συνεισφορά του Diego, προκαλούσε φρενίτιδα. Ιδίως, όταν οι επαναλαμβανόμενες νίκες στις ποδοσφαιρικές συρράξεις ταυτίζονταν με την ιστορικότητα ενός ολόκληρου έθνους ή μιας καταφρονημένης πολιτείας (Napoli).
Αλλά δεν ήταν μονάχα ο αμαρτωλός δεσπότης της απώλειας και του πολέμου. Οταν έσπευδαν παθιασμένοι, να ικανοποιήσουν μιαν άλλη ψυχική τους ανάγκη - αυτήν της ομαδικής παράδοσης σε κάτι, αναζητώντας συλλογική «ταυτότητα» - οι οπαδοί (πρωτίστως ανδρικός πληθυσμός) δεν παρακολουθούσαν αμέτοχοι μια τυπική, αθλητική αναμέτρηση. Την ώρα της θέασης αξιοποιούσαν την εμπειρία στο παλλαϊκό παιχνίδι των παιδικών ή των εφηβικών τους χρόνων. Εδώ βρισκόταν ο δεύτερος λόγος, για τον οποίο λατρεύτηκε ο Diego.
Γιατί, όλοι μένουν άφωνοι, μπροστά στον επικοντιστή που υπερπηδά τα 6 μέτρα ή στον σκιέρ, που κάνει πιρουέτες πάνω σε μια σανίδα στο νερό, όμως τέτοια (ή ανάλογα) κατορθώματα διαρκούν περίπου όσο μερικές αστραπές. Και κυριολεκτικά ελάχιστοι μπορούν να αντιληφθούν πως διάβολο γίνεται κάτι τέτοιο.
Αντίθετα, όσοι αναστέναζαν στις κερκίδες (ή στις τηλεοράσεις) επί 90 συνεχόμενα λεπτά, δεν έβλεπαν τον υπεράνθρωπο ούτε τον ακατανόητο ταχυδακτυλουργό. Με την επικουρία (και) της οθόνης καταλάβαιναν τις περίτεχνες πινελιές του μονομάχου, υπό την ασφυκτική πίεση μάλιστα των σκληρότερων αμυντικών. Γνώριζαν, στο βαθμό της ικανότητας του ο καθένας, τη χειρουργική δυσκολία της κίνησης, των χειρισμών, της έμπνευσης και της δημιουργίας. Εχοντας λοιπόν οι πάντες κυνηγήσει κάποτε μια μπάλα, δια μέσω «εκείνου», ικανοποιούσαν την ανεκπλήρωτη ανάγκη συντήρησης του συναισθηματικού συνδέσμου τους με το παιχνίδι. Η φανατική υποστήριξη του ειδώλου μετασχηματιζόταν σε μια ανέλπιστα ενεργό συμμετοχή.
Δεδομένου δε ότι το ποδόσφαιρο πάντοτε βασιζόταν στην εξαπάτηση (έστω σε κανονιστικά πλαίσια) ακόμη και οι παροιμοιώδεις ζαβολιές του Diego, όπως το διαβόητο πλέον χέρι που άνοιξε το δρόμο σ’ ένα παγκόσμιο πρωτάθλημα, όχι μόνο «συγχωρέθηκαν», αλλά αγιοποιήθηκαν!
Και τον καθιέρωσαν ως τον ισχυρότερο, συνδετικό κρίκο με την ψυχοτρόπο δύναμη της μαγείας του παιχνιδιού, το απολυτήριο της χαράς απέναντι στα προβλήματα της καθημερινότητας. Με το «ven a ver la Maradona» οι έγνοιες περνούσαν σε σκιώδη μοίρα κι αυτός ήταν ένας σοβαρός λόγος, να τον ευγνωμονούν αιώνια οι αναρίθμητες μάζες των ποδοσφαιροφίλων.
Αλλά και στο ότι ξεκίνησε από μια παραγκούπολη, άγνωστος, φτωχός και πεινασμένος, όφειλε ένα σημαντικό μέρος της αγάπης του κόσμου. Τέτοιου είδους ρεαλιστικά σενάρια, τα οποία, μια στις τόσες, άγγιζαν τον κόσμο του ονείρου, συγκινούσαν πάντοτε τους ανθρώπους. Ολα καμώνονταν χάρη στο εκθαμβωτικό του ταλέντο. Παιδάκι μόλις (el pibe de oro: «το χρυσό αγόρι») ξεσήκωνε με την τεχνική του τις εξέδρες, στα ημίχρονα των Argentinos, μετατρέποντας τη μπάλα σε άθυρμα των εγκεφαλικών του εντολών και αναπόσπαστο κομμάτι του σώματος του.
Εντελώς αντίθετα, απ’ ότι κανείς θα περίμενε, τα αισθήματα του κόσμου για το πρόσωπο του «pelusa», όπως τον αποκαλούσε η μητέρα του («χνούδι»), αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο, όταν άρχισε να γίνεται γνωστή η έκνομη, αντισυμβατική συμπεριφορά του.
Αλλη μια περίεργη ιδιομορφία των ανθρώπων: νοιάζονται με στοργή όλους εκείνους που δυστυχούν, την ώρα που λιώνουν στα βρώμικα πάθη τους, στερούμενοι του τόσο σπάνιου ταλέντου να διανύουν μια ζωή με ηρεμία, εντιμότητα και αρετή. Ηττημένος από τις ηδονές, ο Maradona ήξερε καλά ότι, με όσα έκανε, καταστρεφόταν. Όμως, πολύ απλά, «δεν ήθελε» ή «δεν μπορούσε» να το αποτρέψει. Αυτή η άρνηση ή, έστω, καταβλητική αδυναμία του, σε αντίστιξη με την ισχύ που εκπήγαζε από την επιρροή του στον κόσμο αλλά και την οικονομική του αλκή, τον εξανθρώπιζε με ένα τρόπο κάθετο και ορμητικό. «Αγιος» και πιστοί, το ίδιο τρωτοί, κινδύνευαν πλέον από τις ίδιες σφαίρες.
Κι όπως γνωρίζουμε από τη λογοτεχνία, τον κινηματογράφο ή το θέατρο, η δημοφιλία των αποκλειστικά ενάρετων ηρώων ήταν πάντοτε εξαιρετικά ισχνή. Η αφήγηση ζωντάνευε μονάχα με τις αναταράξεις. Χωρίς δράματα, σφάλματα και αμαρτίες, όλα μοιάζανε τόσο μα τόσο ανούσια και βαρετά. Κι ο Diego ξεχώριζε σαν ο πρώτος ανάμεσα σε 250 εκατομμύρια άμεσα ή έμμεσα εμπλεκόμενους με το ποδόσφαιρο αθλητές παγκοσμίως. Χάρη δε στην τηλεόραση - η οποία πλέον μεσουρανούσε, ανοίγοντας παράθυρα επικοινωνίας ακόμη και στα χαμόσπιτα - το ταλέντο του ξεδιπλωνόταν υπό τα όμματα δισεκατομμυρίων ανθρώπων.
Η σκέψη και μόνο της πρωτοκαθεδρίας μέσα σ’ αυτό το γιγαντιαίο χάος, ήταν ικανή να προκαλέσει τρόμο. Να γονατίσει ψυχικά τον οιονδήποτε ώριμο, πεπαιδευμένο και συγκροτημένο ενήλικο. Πόσο μάλλον έναν αγράμματο νεανία, που ατένιζε την άβυσσο από το Εβερεστ. Απληστος (όπως όλοι οι νέοι) να δοκιμάσει τα όρια της αντοχής του. Μα και να αγγίξει όλες τις πτυχές της ανεξερεύνητης ακόμη υπάρξης του.
Οσο δε καλύτερα αγωνιζόταν, ανταποκρινόμενος στις αχόρταγες προσδοκίες του νοσηρού περίγυρου του, τόσο βαθύτερα αλωνόταν η προσωπική του ζωή, τόσο αποθηριωνόταν η ψυχική του τρικυμία.
Τελικά, η εσωτερική ανάγκη να σπάσει τις αλυσίδες της θεοποίησης, να νοιώσει κοινός θνητός, νομοτελειακά τον εξέτρεψε. Το σύμπαν των παραισθήσεων και της χημείας έγινε το παυσίλυπο καταφύγιο του («την παυσίλυπον άμπελον δούναι βροτοίς» - Ευριπίδης, Βάκχαι, 772).
Πασχίζοντας να ξεφύγει από το ρόλο του, μέσα σ’ ένα χώρο εξόχως ανθυγιεινό και σκοτεινό, όπως αυτόν του επαγγελματικού ποδοσφαίρου, υποτάχθηκε στον θανατηφόρο συνδυασμό του αλκοόλ με το δαίμονα της κοκαΐνης.
Αλλά κι αυτή η πορεία, χρειαζόταν ριζοσπαστικό τιμόνι. Για καταστρεπτικές πράξεις, πάθη, φυγή και ηδονές, δεν γυρνάνε πολλοί την πλάτη τους σε καταξιωμένα αγαθά, όπως η υγεία, η οικογένεια, η υστεροφημία, η αρετή και τα χρήματα.
Συνιστά, πάντως, μείζον ψεύδος ή ολωσδιόλου εσφαλμένη εκτίμηση, ότι με την ακραία ζωή που επέλεξε να διάγει, την κατασπατάληση του ταλέντου και τον πρώιμο θάνατο του, κατάντησε ένας απόκληρος του αθλητισμού, του ποδοσφαίρου και της νεολαίας. Αντιθέτως.
Κατ’ αρχήν, γιατί έζησε όπως ήθελε και ουδέποτε κρύφτηκε, όπως κάμποσοι «ευγενείς» του συναφιού του. Κατά δεύτερον, γιατί μετανόησε και ζήτησε συγχώρεση, απ’ όσους έκανε κακό. Κατά τρίτον, γιατί, ακόμη κι αν δεν το έπραξε συνειδητά, έγινε απτό παράδειγμα για τους εκκολαπτόμενους, ή μη, αθλητικούς αστέρες. Ούτως ή άλλως, η ξένη πείρα, χωρίς προσωπικά βιώματα, δεν έχει τη ρώμη να διδάξει κανέναν. Αλλά, σε αντίθεση με το καλό, το κακό συνήθως αποδεικνύεται στην πράξη σαφώς πειστικότερο.
Το σκοτάδι είναι αυτό που δίνει αξία στο φως. Τα ελαττώματα αναδεικνύουν τα προτερήματα. Η φρίκη του πολέμου αποτελεί την καλύτερη διαφήμιση της ειρήνης. Οι συνεχείς ενέδρες του θανάτου είναι που υμνολογούν τη ζωή. Και όπως έχει πει ένας ιδιάζων ποιητής που ακολούθησε αντίστροφη πορεία, μεταναστεύοντας για πάντα από την Ιταλία στην Αργεντινή (Antonio Porchia) μια άγια ψυχή δεν γεννιέται στον παράδεισο. Από την κόλαση βγαίνει.