Υπέρ των αφανών!
2017-11-16 22:18Σαν αύριο, 44 χρόνια πριν, η γενιά μου κέρδισε έναν χαρακτηρισμό που έκτοτε τη συνοδεύει, ο οποίος άλλοτε εμπνέει κάποιο σεβασμό και ίσως θαυμασμό, ενώ άλλοτε τη φορτώνει με τη ρετσινιά ότι συνολικά εξαργύρωσε τις αντιδικτατορικές δάφνες με εξουσία και οφίτσια. Η γενιά του Πολυτεχνείου λοιπόν... Ήμουν 21 χρονών, ενθουσιώδης, ερωτευμένος με την αντίσταση στους δικτάτορες και την επανάσταση, μεθυσμένος με το δίκιο του αγώνα, τι άλλο να ζητούσα; Ήμασταν πολλοί εκεί ή εγώ τουλάχιστον έτσι αισθανόμουν. Έτσι κι αλλιώς έχουν γραφτεί τόσα για εκείνες τις μέρες που συγκλόνισαν την Αθήνα και χαράχτηκαν στην Ιστορία, όσο κι αν κάποιοι προσπαθούν να τη μειώσουν με οποιοδήποτε τρόπο...
Το παρακάτω τρυφερό και συγκινητικό κείμενο που θα διαβάσετε το αλίευσα από την Εφημερίδα των Συντακτών και αναφέρεται σ' εκείνους τους αφανείς ανθρώπους, τους αφανείς ήρωες που με κάθε τρόπο έσπασαν την τρομοκρατία του καθεστώτος και συμπαραστάθηκαν στους εξεγερμένους φοιτητές. Θα τους θυμάμαι για πάντα, θα τους ευγνωμονώ όσο αναπνέω. Θυμάμαι άγνωστα σε μένα πρόσωπα να μας περνάνε μέσα από τα κάγκελα φάρμακα, επιδέσμους, φρούτα, κονσέρβες και ό,τι άλλο φαντάζονταν ότι θα μας έκανε τη ζωή πιο υποφερτή και θα μας βοηθούσε να αντέξουμε περισσότερο. Ίσως δεν ήταν τόσο πολλοί όσο θα θέλαμε, αλλά δεν ήταν λίγοι. Και κυρίως είχαν αυτή τη λάμψη στα μάτια που μαζί με τον καλό λόγο σε... ντοπάριζαν. Σας αγκαλιάζω με τη σκέψη μου όλους εσάς που μας συμπαρασταθήκατε και σας ευχαριστώ πολύ.
Η τσάντα
Ανοιξε τη μεγάλη πάνινη τσάντα που κρατούσε όταν πήγαινε στην αγορά. Αρχισε να τη γεμίζει με ό,τι θεωρούσε χρήσιμο. Βαμβάκι, ιώδιο, οινόπνευμα, τσιρότα, επιδέσμους, παυσίπονα, αντιβιοτικά, ψωμί και φρούτα του Νοέμβρη, μανταρίνια και μήλα. Ο άντρας της προσπαθούσε να τη μεταπείσει: «Τι κάνεις; Τα παιδιά μας δεν τα σκέφτεσαι;». «Αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι! Αυτό που έπρεπε να κάνουμε τόσα χρόνια!». «Μα, τα παιδιά μας, σε παρακαλώ μην πας…». «Για τα παιδιά μας το κάνω!».
Απ’ το ραδιόφωνο πολλά παράσιτα αλλά η φωνή έφτανε πυρωμένο βέλος και της τρυπούσε την καρδιά. Τα παιδιά δεν ήξεραν τι ακριβώς συνέβαινε, ένιωθαν όμως ότι συνέβαινε κάτι κακό, κάτι ανησυχητικό. Κοιτούσαν τη σκηνή αλλά δεν καταλάβαιναν γιατί εκείνα ήταν ο λόγος που ο πατέρας τους εκλιπαρούσε τη μάνα τους να μην πάει.
Στα μεγάλα παιδιά, τους φοιτητές, που ζητούσαν από όλους τους Ελληνες να «κατέβουν» στο Πολυτεχνείο, να βοηθήσουν. Του έκανε τη χάρη και δεν πήγε εκείνο το βράδυ. Αλλά δεν άδειασε και την τσάντα που έτοιμη περίμενε πίσω από την εξώπορτα. Ούτε το ραδιόφωνο έκλεισε όλη νύχτα, έκανε παύσεις αλλά ξανάρχιζε και πάλι η φωνή, πότε γυναικεία πότε αντρική. Ελεγαν συχνά το ίδιο πράγμα, «μη φοβάστε, ελάτε» και «βοηθήστε μας».
Τα παιδιά κοιμήθηκαν στο σαλόνι εκείνο το βράδυ. Οταν ξύπνησαν το πρωί η τσάντα έλειπε από το χολ. Το ραδιόφωνο κλειστό. Η μάνα τους χαμογελαστή και ήσυχη τους έφτιαχνε το γάλα με τις φέτες. Τη ρώτησαν τι έγιναν εκείνοι οι άνθρωποι που φώναζαν βοήθεια. Σώθηκαν; Οχι ακόμα, απάντησε εκείνη. Τότε πρόσεξαν τη μεγάλη τσάντα άδεια και καλοδιπλωμένη πάνω στον πάγκο. Πήγες; Τη ρώτησε η κόρη. Πήγα, χαράματα. Απάντησε εκείνη.
Είχε πάει λοιπόν «το θηρίο». Και μάλιστα με τα πόδια. Από την Καισαριανή μέχρι τα Εξάρχεια. Πέρασε ένα ένα τα αγαθά που κουβαλούσε μέσα από τα κάγκελα. Κι ύστερα περήφανη κι ανάλαφρη έφυγε γρήγορα πίσω για να προλάβει, να μην ξυπνήσουν τα παιδιά και δεν τη βρουν. «Τι έκανες;».
«Αυτό που πρέπει να κάνουμε όλοι μας», είναι η φράση που έμεινε από τότε στην οικογένεια. Και η τσάντα έμεινε εκεί ακόμα και σήμερα κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια. Δεν την έδειχνε ποτέ σαν παράσημο, δεν είπε ποτέ «κοίτα τι έκανα εγώ τις μέρες εκείνες». Την τσάντα τη χρησιμοποιούσε όπως πάντα για τη λαϊκή και το σουπερμάρκετ, μέχρι πριν από λίγους μήνες που αναπαύτηκε. Εκανε όπως πάντα δηλαδή αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι μας.